- εκποίητος
- -η, -ο (Α ἐκποίητος, -ον)νεοελλ.αυτός που έχει πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε άλλον, απαλλοτριωμένοςαρχ.1. (για παιδί) αυτός που δόθηκε για υιοθεσία2. αυτός που διώχτηκε από το γένος του3. αποξενωμένος από κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.